- επένδυμα
- το (ΑΝ) [επενδύω]νεοελλ.1. περίβλημα, περικάλυμμα2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες τού εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα τού νωτιαίου μυελούαρχ.πανωφόρι, επενδύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπένδυμα — upper garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενδύμασι — ἐπένδυμα upper garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενδύμασιν — ἐπένδυμα upper garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενδύματα — ἐπένδυμα upper garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпендима — Сечение центрального канала спинного мозга. Показаны клетки эпендимы (ependymal cells) и клетки нейроглии (neuroglial cells). Эпендима[1] (др. греч … Википедия
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek
σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… … Dictionary of Greek
αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… … Dictionary of Greek